μειλικτήριος: Difference between revisions
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μειλικτήριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να πραΰνει, [[εξιλεωτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μειλικτήρια</i><br />εξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («[[ἅπερ]] νεκροῑσι μειλικτήρια, βοός τ' ἀφ' ἁγνῆς [[λευκόν]]... [[γάλα]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μειλίσσω]] «[[ευφραίνω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ( | |mltxt=[[μειλικτήριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να πραΰνει, [[εξιλεωτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μειλικτήρια</i><br />εξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («[[ἅπερ]] νεκροῑσι μειλικτήρια, βοός τ' ἀφ' ἁγνῆς [[λευκόν]]... [[γάλα]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μειλίσσω]] «[[ευφραίνω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> ([[πρβλ]]. <i>καθαρ</i>-<i>τήριος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A able to soothe, εὐχαί Suid. s.v. Ποντίφιξ: Subst. μειλικτήρια (sc. ἱερά), τά, propitiations, νεκροῖσι A.Pers.610; cf. μείλιγμα 1.2.
German (Pape)
[Seite 115] zum Versöhnen, Beruhigen geeignet, τὰ μειλικτήρια, Sühnopfer, φέρουσα νεκροῖσι, Aesch. Pers. 602.
Greek (Liddell-Scott)
μειλικτήριος: -ον, πραϋντικός, ἱκανὸς νὰ πραΰνῃ, εὐχὰς γὰρ οὗτος (ὁ ποντίφιξ) πρὸς τῷ ποταμῷ μειλικτηρίους ποιησάμενος κτλ. Σουΐδ. ἐν λ. Ποντίφιξ: ― μειλικτήρια (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἱλαστήριοι θυσίαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 610· πρβλ. μείλιγμα Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
propre à adoucir, à apaiser.
Étymologie: μειλίσσω.
Greek Monolingual
μειλικτήριος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να πραΰνει, εξιλεωτικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μειλικτήρια
εξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («ἅπερ νεκροῑσι μειλικτήρια, βοός τ' ἀφ' ἁγνῆς λευκόν... γάλα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μειλίσσω «ευφραίνω» + επίθημα -τήριος (πρβλ. καθαρ-τήριος)].
Greek Monotonic
μειλικτήριος: -ον (μειλίσσω), ικανός να καταπραΰνει, μειλικτήρια (δηλ. ἱερά), τά, εξευμενισμοί, εξιλασμοί.
Middle Liddell
μειλικτήριος, ον μειλίσσω
able to soothe: μειλικτήρια (sc. ἱερά), τά, propitiations, Aesch.