μετεωρίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
(25) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> [[κάθε]] μεσοπλανητικό [[σωματίδιο]] ή [[αντικείμενο]] το οποίο επιζεί από την [[πτώση]] του στην [[επιφάνεια]] ενός πλανήτη ή δορυφόρου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βροχή]] μετεωριτών»<br /><b>αστρον.</b> [[πτώση]] σμήνους μετεωριτών στην [[επιφάνεια]] της Γης διά μέσου της ατμόσφαιρας, αλλ. μετεωρικό [[ρεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ( | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> [[κάθε]] μεσοπλανητικό [[σωματίδιο]] ή [[αντικείμενο]] το οποίο επιζεί από την [[πτώση]] του στην [[επιφάνεια]] ενός πλανήτη ή δορυφόρου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βροχή]] μετεωριτών»<br /><b>αστρον.</b> [[πτώση]] σμήνους μετεωριτών στην [[επιφάνεια]] της Γης διά μέσου της ατμόσφαιρας, αλλ. μετεωρικό [[ρεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. <i>αιματ</i>-[[ίτης]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:09, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
1. αστρον. κάθε μεσοπλανητικό σωματίδιο ή αντικείμενο το οποίο επιζεί από την πτώση του στην επιφάνεια ενός πλανήτη ή δορυφόρου
2. φρ. «βροχή μετεωριτών»
αστρον. πτώση σμήνους μετεωριτών στην επιφάνεια της Γης διά μέσου της ατμόσφαιρας, αλλ. μετεωρικό ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρο + κατάλ. -ίτης (πρβλ. αιματ-ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].