Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηλάνθη: Difference between revisions

From LSJ

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλάνθη]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> το [[έντομο]] [[μηλολόνθη]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[μηλάνθη]]<br />[[εἶδος]] ζῷου μικροῡ»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Ευστάθ.) «[[ζῷον]] μεῑζον σφηκὸς ἐκ τῆς ἀνθήσεως τῶν μηλεῶν γεννώμενον ἢ ἀρχομέναις ἀνθεῖν προσιπτάμενον»<br /><b>4.</b> [[άνθος]] μηλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηλολάνθη]] με [[απλολογία]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφιφορεύς]] > [[αμφορεύς]])].
|mltxt=[[μηλάνθη]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> το [[έντομο]] [[μηλολόνθη]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[μηλάνθη]]<br />[[εἶδος]] ζῷου μικροῡ»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Ευστάθ.) «[[ζῷον]] μεῑζον σφηκὸς ἐκ τῆς ἀνθήσεως τῶν μηλεῶν γεννώμενον ἢ ἀρχομέναις ἀνθεῖν προσιπτάμενον»<br /><b>4.</b> [[άνθος]] μηλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηλολάνθη]] με [[απλολογία]] ([[πρβλ]]. [[αμφιφορεύς]] > [[αμφορεύς]])].
}}
}}

Revision as of 15:11, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλάνθη Medium diacritics: μηλάνθη Low diacritics: μηλάνθη Capitals: ΜΗΛΑΝΘΗ
Transliteration A: mēlánthē Transliteration B: mēlanthē Transliteration C: milanthi Beta Code: mhla/nqh

English (LSJ)

ἡ, A = μηλολόνθη, Herod.9a.2. II apple-blossom, Philostr.Im.1.28.

German (Pape)

[Seite 172] ἡ, = μηλολόνθη, Herod. Mim. bei Stob. Flor. 78, 6.

Greek (Liddell-Scott)

μηλάνθη: ἡ, = μηλολόνθη, Εὐστ. Ἰλ. 1329, 26, προσέτι, μηλόνθη, αὐτόθι. 2) = ἄνθος μήλου, Φιλόστρ. 803, 12.

Greek Monolingual

μηλάνθη, ἡ (ΑΜ)
1. το έντομο μηλολόνθη
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «μηλάνθη
εἶδος ζῷου μικροῡ»
3. (κατά τον Ευστάθ.) «ζῷον μεῑζον σφηκὸς ἐκ τῆς ἀνθήσεως τῶν μηλεῶν γεννώμενον ἢ ἀρχομέναις ἀνθεῖν προσιπτάμενον»
4. άνθος μηλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηλολάνθη με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].