μηλιά: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μηλέα]], η (ΑΜ [[μηλέα]], Α ποιητ. τ. [[μηλείη]])<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] ειδών του γένους malus, φυλλοβόλων δένδρων και θάμνων τών εύκρατων ζωνών και τών δύο ημισφαιρίων που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] ροδίδες, και ειδικότερα του είδους Μalus communis το οποίο καλλιεργείται ευρύτατα για τους εύγευστους και ωφελιμότατους καρπούς του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[μηλέα]] ἡ Ἀρμενική» — η [[βερικοκιά]]<br />β) «[[μηλέα]] ἡ Περσική» — η [[ροδακινιά]]<br />γ) «[[μηλέα]] ἡ Μηδική» — η [[λεμονιά]]<br />δ) «[[μηλέα]] ἡ Κυδωνία» — η [[κυδωνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κυν</i>-<i>έα συκ</i>-<i>έα</i>). Ο τ. [[μηλιά]] από το [[μηλέα]] με [[συνίζηση]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[συκέα]]: [[συκιά]])].
|mltxt=και [[μηλέα]], η (ΑΜ [[μηλέα]], Α ποιητ. τ. [[μηλείη]])<br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] ειδών του γένους malus, φυλλοβόλων δένδρων και θάμνων τών εύκρατων ζωνών και τών δύο ημισφαιρίων που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] ροδίδες, και ειδικότερα του είδους Μalus communis το οποίο καλλιεργείται ευρύτατα για τους εύγευστους και ωφελιμότατους καρπούς του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[μηλέα]] ἡ Ἀρμενική» — η [[βερικοκιά]]<br />β) «[[μηλέα]] ἡ Περσική» — η [[ροδακινιά]]<br />γ) «[[μηλέα]] ἡ Μηδική» — η [[λεμονιά]]<br />δ) «[[μηλέα]] ἡ Κυδωνία» — η [[κυδωνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) ([[πρβλ]]. <i>κυν</i>-<i>έα συκ</i>-<i>έα</i>). Ο τ. [[μηλιά]] από το [[μηλέα]] με [[συνίζηση]] ([[πρβλ]]. [[συκέα]]: [[συκιά]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:12, 23 August 2021

Greek Monolingual

και μηλέα, η (ΑΜ μηλέα, Α ποιητ. τ. μηλείη)
κοινή, σήμερα, ονομασία ειδών του γένους malus, φυλλοβόλων δένδρων και θάμνων τών εύκρατων ζωνών και τών δύο ημισφαιρίων που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ροδίδες, και ειδικότερα του είδους Μalus communis το οποίο καλλιεργείται ευρύτατα για τους εύγευστους και ωφελιμότατους καρπούς του
αρχ.
φρ. α) «μηλέα ἡ Ἀρμενική» — η βερικοκιά
β) «μηλέα ἡ Περσική» — η ροδακινιά
γ) «μηλέα ἡ Μηδική» — η λεμονιά
δ) «μηλέα ἡ Κυδωνία» — η κυδωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) (πρβλ. κυν-έα συκ-έα). Ο τ. μηλιά από το μηλέα με συνίζηση (πρβλ. συκέα: συκιά)].