μητροκωμία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μητροκωμία]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τη βυζαντική [[εποχή]]) [[ένωση]] κοινοτήτων ελεύθερων αγροτών<br /><b>2.</b> ([[κατά]] την [[τουρκοκρατία]]) το [[κεφαλοχώρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρωτεύουσα]] περιοχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κωμία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κωμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τετρα</i>-<i>κωμία</i>].
|mltxt=η (ΑΜ [[μητροκωμία]])<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τη βυζαντική [[εποχή]]) [[ένωση]] κοινοτήτων ελεύθερων αγροτών<br /><b>2.</b> ([[κατά]] την [[τουρκοκρατία]]) το [[κεφαλοχώρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρωτεύουσα]] περιοχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κωμία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κωμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κώμη]]), [[πρβλ]]. <i>τετρα</i>-<i>κωμία</i>].
}}
}}

Revision as of 15:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητροκωμία Medium diacritics: μητροκωμία Low diacritics: μητροκωμία Capitals: ΜΗΤΡΟΚΩΜΙΑ
Transliteration A: mētrokōmía Transliteration B: mētrokōmia Transliteration C: mitrokomia Beta Code: mhtrokwmi/a

English (LSJ)

ἡ, A mother-village, the chief village of a district, OGI609.4 (Syria), 769.9 (ibid.), Princeton Exp.Inscr.111 A. 7972 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 180] ἡ, nach μητρόπολις gebildet, Mutterflecken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μητροκωμία: ἡ, μήτηρ κώμη, ἡ πρωτεύουσα κώμη διαμερίσματός τινος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4551, 4562, Ἰω. Δαμασκ.· πρβλ. μητρόπολις.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μητροκωμία)
νεοελλ.-μσν.
1. (κατά τη βυζαντική εποχή) ένωση κοινοτήτων ελεύθερων αγροτών
2. (κατά την τουρκοκρατία) το κεφαλοχώρι
αρχ.
πρωτεύουσα περιοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -κωμία (< -κωμος < κώμη), πρβλ. τετρα-κωμία].