μεταμάζιος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταμάζιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] τών μαστών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεταμάζιον</i><br />το [[μεταξύ]] τών μαστών [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μάζιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαζός]] «[[μαστός]]»), | |mltxt=[[μεταμάζιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] τών μαστών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεταμάζιον</i><br />το [[μεταξύ]] τών μαστών [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μάζιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαζός]] «[[μαστός]]»), [[πρβλ]]. <i>επι</i>-<i>μάζιος</i>, <i>υπο</i>-<i>μάζιος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μεταμάζιος:''' находящийся между сосками ([[στῆθος]] Hom.). | |elrutext='''μεταμάζιος:''' находящийся между сосками ([[στῆθος]] Hom.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:18, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (μαζός) A between the breasts, ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον Il.5.19; τὸ μ. space between the breasts, Anacreont.16.30.
German (Pape)
[Seite 149] zwischen den Brüsten; ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον, er traf den Mann an der Brust zwischen den Warzen, Il. 5, 19; sp. D., wie Anacr. 16, 30, der substantivisch τὸ μεταμάζιον sagt.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμάζιος: -ον, (μαζὸς) ὁ μεταξὺ τῶν μαστῶν, ἔβαλε στῆθος μεταμάζιον Ἰλ. Ε. 19· ― τὸ μετ., τὸ μεταξὺ τῶν μαστῶν μέρος, Ἀνακρεόντ. 16. 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se trouve entre les seins.
Étymologie: μετά, μαζός.
English (Autenrieth)
between the paps, μαζοί, Il. 5.19†.
Greek Monolingual
μεταμάζιος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών μαστών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταμάζιον
το μεταξύ τών μαστών μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -μάζιος (< μαζός «μαστός»), πρβλ. επι-μάζιος, υπο-μάζιος].
Russian (Dvoretsky)
μεταμάζιος: находящийся между сосками (στῆθος Hom.).