μολυβρός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μολυβρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του μολύβδου, [[μολυβής]], μολυβόχρωμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ρός</i> ( | |mltxt=[[μολυβρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του μολύβδου, [[μολυβής]], μολυβόχρωμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ρός</i> ([[πρβλ]]. <i>αλυκ</i>-<i>ρός</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 23 August 2021
English (LSJ)
ά, όν, A lead-coloured, Hsch.
German (Pape)
[Seite 200] bleifarbig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβρός: -ά, -όν, μολυβδοειδής, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ μολύβδου, μολυβδόχρους, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μολυβρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του μολύβδου, μολυβής, μολυβόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβος + κατάλ. -ρός (πρβλ. αλυκ-ρός)].