μονόπλευρος: Difference between revisions
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόπλευρος]], -ον)<br />αυτός που έχει μία μόνο [[πλευρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] μία μόνο [[πλευρά]] ή αυτός που ενεργεί εξετάζοντας μόνο τη μία [[πλευρά]] ενός θέματος, [[μονομερής]] [[μεροληπτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μονόπλευρος]]<br />σπάνιο απολιθωμένο [[γένος]] δίθυρων ελασματοβράγχιων [[μαλακίων]], αντιπροσωπευτικό τών ταχυδόντων, μιας παράξενης ομάδας που έζησε [[κατά]] το κρητιδικό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοπλεύρως</i> και <i>μονόπλευρα</i> (ΑΜ μονοπλεύρως)<br />από τη μία μόνο [[πλευρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μονομερώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόπλευρος]], -ον)<br />αυτός που έχει μία μόνο [[πλευρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που γίνεται [[κατά]] μία μόνο [[πλευρά]] ή αυτός που ενεργεί εξετάζοντας μόνο τη μία [[πλευρά]] ενός θέματος, [[μονομερής]] [[μεροληπτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μονόπλευρος]]<br />σπάνιο απολιθωμένο [[γένος]] δίθυρων ελασματοβράγχιων [[μαλακίων]], αντιπροσωπευτικό τών ταχυδόντων, μιας παράξενης ομάδας που έζησε [[κατά]] το κρητιδικό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μονοπλεύρως</i> και <i>μονόπλευρα</i> (ΑΜ μονοπλεύρως)<br />από τη μία μόνο [[πλευρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μονομερώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>monoplegia</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>[[ο]]- <span style="color: red;">+</span> <i>πληγία</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>πληγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πλήττω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A with one front, of a column on the march, Arr.Tact.28.4,5.
German (Pape)
[Seite 204] einseitig, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
μονόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων μόνον μίαν πλευράν, Ἀρρ. Τακτ. 28.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονόπλευρος, -ον)
αυτός που έχει μία μόνο πλευρά
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που γίνεται κατά μία μόνο πλευρά ή αυτός που ενεργεί εξετάζοντας μόνο τη μία πλευρά ενός θέματος, μονομερής μεροληπτικός
2. το αρσ. ως ουσ. ο μονόπλευρος
σπάνιο απολιθωμένο γένος δίθυρων ελασματοβράγχιων μαλακίων, αντιπροσωπευτικό τών ταχυδόντων, μιας παράξενης ομάδας που έζησε κατά το κρητιδικό.
επίρρ...
μονοπλεύρως και μονόπλευρα (ΑΜ μονοπλεύρως)
από τη μία μόνο πλευρά
νεοελλ.
μονομερώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monoplegia (< μονο- + πληγία < -πληγής < πλήττω)].