μονόκλαυτος: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονόκλαυτος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.)<br /><b>1.</b> αυτός που τον κλαίει μόνο [[ένας]]<br /><b>2.</b> (για θρήνο) αυτός που γίνεται από έναν μόνο («[[κεῖνος]] δ' ὁ [[τάλας]] [[ἄγοος]] μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς [[εἶσι]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλαυτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>κλαυτος</i>].
|mltxt=[[μονόκλαυτος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.)<br /><b>1.</b> αυτός που τον κλαίει μόνο [[ένας]]<br /><b>2.</b> (για θρήνο) αυτός που γίνεται από έναν μόνο («[[κεῖνος]] δ' ὁ [[τάλας]] [[ἄγοος]] μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς [[εἶσι]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλαυτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]]), [[πρβλ]]. <i>πολύ</i>-<i>κλαυτος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκλαυτος Medium diacritics: μονόκλαυτος Low diacritics: μονόκλαυτος Capitals: ΜΟΝΟΚΛΑΥΤΟΣ
Transliteration A: monóklautos Transliteration B: monoklautos Transliteration C: monoklaftos Beta Code: mono/klautos

English (LSJ)

θρῆνος, , a lament A made by one only, A.Th.1069 (anap.).

German (Pape)

[Seite 203] θρῆνος, ὁ, das Klagen des einzeln Weinenden, Aesch. Spt. 1056.

Greek (Liddell-Scott)

μονόκλαυτος: θρῆνος, ὁ, θρῆνος γινόμενος ὑφ’ ἑνὸς μόνου, Αἰσχύλ. Θήβ. 1064.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pleure ou gémit seul.
Étymologie: μόνος, κλαίω.

Greek Monolingual

μονόκλαυτος, -ον (Α)
(ως επίθ. και ως ουσ.)
1. αυτός που τον κλαίει μόνο ένας
2. (για θρήνο) αυτός που γίνεται από έναν μόνο («κεῖνος δ' ὁ τάλας ἄγοος μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς εἶσι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κλαυτός (< κλαίω), πρβλ. πολύ-κλαυτος].

Russian (Dvoretsky)

μονόκλαυτος: (о плаче) раздающийся в одиночестве, одинокий (θρῆνος Aesch.).

Middle Liddell

μονό-κλαυτος θρῆνος, ὁ,
μονό-κλαυτος, θρῆνος, ὁ, a lament by one only, Aesch.