ωμηστής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(47c) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει ωμό [[κρέας]] («ὑπ' ὠμηστῶν κυνῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου και του Πανός) αυτός [[προς]] τιμήν του οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς [[Διόνυσος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται [[αντί]] της λ. [[λέων]] («ὠμηστὰν δ' ἔτραπε φυζαλέον φθόγγον ὑποδείσαντα πελώριον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ησ</i>-<i>της</i>, [[αντί]] <i>ὠμοεδ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]», με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως και συριστικοποίηση του οδοντικού -<i>δ</i>- [[πριν]] από -<i>τ</i>-), | |mltxt=ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α<br /><b>1.</b> αυτός που τρώγει ωμό [[κρέας]] («ὑπ' ὠμηστῶν κυνῶν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου και του Πανός) αυτός [[προς]] τιμήν του οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς [[Διόνυσος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> χρησιμοποιείται [[αντί]] της λ. [[λέων]] («ὠμηστὰν δ' ἔτραπε φυζαλέον φθόγγον ὑποδείσαντα πελώριον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ησ</i>-<i>της</i>, [[αντί]] <i>ὠμοεδ</i>-<i>της</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔδω</i> «[[τρώω]]», με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως και συριστικοποίηση του οδοντικού -<i>δ</i>- [[πριν]] από -<i>τ</i>-), [[πρβλ]]. <i>ἀλφ</i>-<i>ηστής</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α
1. αυτός που τρώγει ωμό κρέας («ὑπ' ὠμηστῶν κυνῶν», Σοφ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) σκληρός, απάνθρωπος
αρχ.
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου και του Πανός) αυτός προς τιμήν του οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς Διόνυσος», Ανθ. Παλ.)
2. χρησιμοποιείται αντί της λ. λέων («ὠμηστὰν δ' ἔτραπε φυζαλέον φθόγγον ὑποδείσαντα πελώριον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -ησ-της, αντί ὠμοεδ-της (< ἔδω «τρώω», με έκταση λόγω συνθέσεως και συριστικοποίηση του οδοντικού -δ- πριν από -τ-), πρβλ. ἀλφ-ηστής].