ἄπλουτος: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπλουτος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] πλούτο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἄπλουτος]] πλοῦτος» — [[ανώφελος]], [[κακός]] (<b>[[πρβλ]].</b> «άδωρα δώρα).
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπλουτος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] πλούτο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἄπλουτος]] πλοῦτος» — [[ανώφελος]], [[κακός]] ([[πρβλ]]. «άδωρα δώρα).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπλουτος Medium diacritics: ἄπλουτος Low diacritics: άπλουτος Capitals: ΑΠΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: áploutos Transliteration B: aploutos Transliteration C: aploutos Beta Code: a)/ploutos

English (LSJ)

ον, A without riches, S.Fr.835; ἁβρὸς καὶ οὐκ ἄ. Philostr. VA6.36; ἄ. ἀπεργάσασθαι τὸν πλοῦτον Thphr.Fr.78.

German (Pape)

[Seite 293] ohne Reichthum, Soph. fr. 718; ἄπλ. πλοῦτος Theophr. bei Plut. de cup. div. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπλουτος: -ον, ἄνευ πλούτου, Σοφ. Ἀποσπ. 718· ἀβρός καὶ οὐκ ἄπλ. Φιλόστρ. 273· ἄπλ. ἀπεργάσασθαι τὸν πλοῦτον Πλουτ. Λυκοῦργ. 10, πρβλ. 2. 527Β· 679Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans richesse ; πλοῦτον ἄπλουτον ἀπεργάζεσθαι PLUT faire que la richesse n’en soit pas une, càd annuler la richesse.
Étymologie: ἀ, πλοῦτος.

Spanish (DGE)

-ον
no rico, pobre ἄ. ἐν τιμαῖς ἀνήρ S.Fr.835, ἄπλουτον ἀπεργάσασθαι τὸν πλοῦτον Thphr.Fr.86f, ἁβρὸς καὶ οὐκ ἄ. Philostr.VA 6.36, διαίτη Plu.2.354a.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπλουτος, -ον)
ο χωρίς πλούτο
αρχ.
φρ. «ἄπλουτος πλοῦτος» — ανώφελος, κακός (πρβλ. «άδωρα δώρα).

Greek Monotonic

ἄπλουτος: -ον, αυτός που δεν έχει πλούτη, σε Σοφ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄπλουτος: лишенный богатства, небогатый (ἀνήρ Soph.; δίαιτα Plut.): πλοῦτον ἄπλουτον ἀπεργάσασθαι Plut. лишить богачей их богатства.

Middle Liddell

without riches, Soph., Plut.