ἡμερόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμερόφωνος]], -ον (Α)<br />(για τον πετεινό) αυτός που αναγγέλλει την [[άφιξη]] της ημέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), | |mltxt=[[ἡμερόφωνος]], -ον (Α)<br />(για τον πετεινό) αυτός που αναγγέλλει την [[άφιξη]] της ημέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>καλλί</i>-<i>φωνος υψηλό</i>-<i>φωνος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A heralding the day, epithet of the cock, v.l. for ἱμερό-, Simon.80B.
German (Pape)
[Seite 1166] den Tag rufend od. verkündend, der Hahn, Simonid. bei Ath. IX, 374 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερόφωνος: -ον, ὁ τὴν ἡμέραν ἀγγέλλων, ἐπίθ. τοῦ ἀλεκτρυόνος, Σίμων. (81 Bgk.) παρ’ Ἀθην. 374D, ἔκ τινος μεταγεν. χειρογρ., τὰ λοιπὰ ἔχουσιν ἱμερόφ-.
Greek Monolingual
ἡμερόφωνος, -ον (Α)
(για τον πετεινό) αυτός που αναγγέλλει την άφιξη της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. καλλί-φωνος υψηλό-φωνος].