ἰδιογενής: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰδιογενής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει γεννηθεί από γονείς του ίδιου γένους (όχι όπως π. χ. ο [[ημίονος]] από όνο και [[φοράδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ενδο</i>-<i>γενής</i>, <i>μονο</i>-<i>γενής</i>].
|mltxt=[[ἰδιογενής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει γεννηθεί από γονείς του ίδιου γένους (όχι όπως π. χ. ο [[ημίονος]] από όνο και [[φοράδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), [[πρβλ]]. <i>ενδο</i>-<i>γενής</i>, <i>μονο</i>-<i>γενής</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰδιογενής:''' (ῐδ) происходящий от однородных особей, т. е. не смешивающийся с другими родами или видами ([[φύσις]] Plat.).
|elrutext='''ἰδιογενής:''' (ῐδ) происходящий от однородных особей, т. е. не смешивающийся с другими родами или видами ([[φύσις]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 16:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐογενής Medium diacritics: ἰδιογενής Low diacritics: ιδιογενής Capitals: ΙΔΙΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: idiogenḗs Transliteration B: idiogenēs Transliteration C: idiogenis Beta Code: i)diogenh/s

English (LSJ)

ές, A mating only with its kind, opp. κοινογενής, Pl.Plt.265e. 2 peculiar in kind, Herm. ap.Stob.1.49.44, Dsc.2.66.

German (Pape)

[Seite 1236] ές, von eigener, besonderer Gattung; im Ggstz von κοινογενής, φύσις, Plat. Polit. 265 e; Hermes Stob. ecl. ph. 1, 938.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιογενής: -ές, ἔχων ἴδιον γένος, ἀντίθετον τῷ κοινογενής, Πλάτ. Πολιτικ. 265Ε, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 938, Διοσκ. 2. 71.

Greek Monolingual

ἰδιογενής, -ές (Α)
αυτός που έχει γεννηθεί από γονείς του ίδιου γένους (όχι όπως π. χ. ο ημίονος από όνο και φοράδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -γενης (< γένος), πρβλ. ενδο-γενής, μονο-γενής].

Russian (Dvoretsky)

ἰδιογενής: (ῐδ) происходящий от однородных особей, т. е. не смешивающийся с другими родами или видами (φύσις Plat.).