ἰόγληνος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰόγληνος]], -ήνη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλήνη]] «[[κόρη]] του ματιού»), | |mltxt=[[ἰόγληνος]], -ήνη, -ον (Α)<br />αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γληνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλήνη]] «[[κόρη]] του ματιού»), [[πρβλ]]. <i>μελί</i>-<i>γληνος</i>, <i>πολύ</i>-<i>γληνος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:13, 23 August 2021
English (LSJ)
η, ον, A dark-eyed, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1255] mit veilchen-, d. i. dunkelfarbigem Augenstern, dunkeläugig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰόγληνος: -η, -ον, ἔχων ἰοειδεῖς, μελανίζοντας ὀφθαλμούς, «ἰόγληναι (κῶδ. ἰογλῆναι)· μελαίνας γλήνας ἔχουσαι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἰόγληνος, -ήνη, -ον (Α)
αυτός που έχει μάτια με ιώδες, σκούρο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -γληνος (< γλήνη «κόρη του ματιού»), πρβλ. μελί-γληνος, πολύ-γληνος].