ἱμερόφρων: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱμερόφρων]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει [[διάθεση]] η οποία θέλγει τους άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρην]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλλό</i>-<i>φρων</i>, <i>ομό</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=[[ἱμερόφρων]], ὁ (Α)<br />αυτός που έχει [[διάθεση]] η οποία θέλγει τους άλλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἵμερος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρην]]), [[πρβλ]]. <i>αλλό</i>-<i>φρων</i>, <i>ομό</i>-<i>φρων</i>].
}}
}}

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμερόφρων Medium diacritics: ἱμερόφρων Low diacritics: ιμερόφρων Capitals: ΙΜΕΡΟΦΡΩΝ
Transliteration A: himeróphrōn Transliteration B: himerophrōn Transliteration C: imerofron Beta Code: i(mero/frwn

English (LSJ)

[ῑ], ονος, ὁ, ἡ, A lovely in spirit, Doroth. ap. Heph.Astr.3.9.

Greek Monolingual

ἱμερόφρων, ὁ (Α)
αυτός που έχει διάθεση η οποία θέλγει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -φρων (< φρην), πρβλ. αλλό-φρων, ομό-φρων].