ἱπποπόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποπόλος]], -ον (Α)<br />(για τους Θράκες) αυτός που ασχολείται με τους ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]]/-<i>ομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αι</i>-[[πόλος]], <i>θειο</i>-[[πόλος]].
|mltxt=[[ἱπποπόλος]], -ον (Α)<br />(για τους Θράκες) αυτός που ασχολείται με τους ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]]/-<i>ομαι</i>), [[πρβλ]]. <i>αι</i>-[[πόλος]], <i>θειο</i>-[[πόλος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:18, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποπόλος Medium diacritics: ἱπποπόλος Low diacritics: ιπποπόλος Capitals: ΙΠΠΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: hippopólos Transliteration B: hippopolos Transliteration C: ippopolos Beta Code: i(ppopo/los

English (LSJ)

ον, A herding horses, of the Thracians, Il.13.4, 14.227. (Cf. αἰ-πόλος, βου-κόλος.)

German (Pape)

[Seite 1260] Rosse tummelnd, im Reiten od. Fahren geschickt, Thraker, Il. 13, 4. 14, 277.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποπόλος: -ον, (πολέω) ἀσχολούμενος εἰς ἵππους, ἐπὶ τῶν Θρᾳκῶν, Ἰλ. Ν. 4, Ξ. 227. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱπποπόλων· τῶν ἡνιοχούντων, ἢ ἐφ’ ἵπποις πολουμένων, ἢ περὶ ἵππους ἀναστρεφομένων».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’adonne aux chevaux, qui vit à cheval.
Étymologie: ἵππος, πολέω.

Greek Monolingual

ἱπποπόλος, -ον (Α)
(για τους Θράκες) αυτός που ασχολείται με τους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -πόλος (< πέλω/-ομαι), πρβλ. αι-πόλος, θειο-πόλος.

Greek Monotonic

ἱπποπόλος: -ον (πολέω), αυτός που ασχολείται με τα άλογα, λέγεται για τους Θράκες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποπόλος: ухаживающий за лошадьми, преданный коневодству, конелюбивый (Θρῇκες Hom.).

Middle Liddell

ἱππο-πόλος, ον πολέω
busied with horses, Il.