εύσαρκος: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔσαρκος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πολύσαρκος]], [[ευτραφής]], [[παχουλός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συμμετρικός]] στο [[σώμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός του οποίου το [[σώμα]] βρίσκεται σε καλή [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[κρέας]]) καλής ποιότητας, [[χωρίς]] περιττά λίπη και κόκαλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σαρξ</i>), [[πρβλ]]. <i>λιπό</i>-<i>σαρκος</i>, <i>παχύ</i>-<i>σαρκος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔσαρκος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πολύσαρκος]], [[ευτραφής]], [[παχουλός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συμμετρικός]] στο [[σώμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός του οποίου το [[σώμα]] βρίσκεται σε καλή [[κατάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[κρέας]]) καλής ποιότητας, [[χωρίς]] περιττά λίπη και κόκαλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σαρξ</i>), [[πρβλ]]. [[λιπόσαρκος]], [[παχύσαρκος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔσαρκος, -ον)
νεοελλ.
πολύσαρκος, ευτραφής, παχουλός
μσν.
συμμετρικός στο σώμα
μσν.-αρχ.
αυτός του οποίου το σώμα βρίσκεται σε καλή κατάσταση
αρχ.
(για κρέας) καλής ποιότητας, χωρίς περιττά λίπη και κόκαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σαρκος (< σαρξ), πρβλ. λιπόσαρκος, παχύσαρκος].