καινοσχήμων: Difference between revisions

From LSJ

κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινοσχήμων]], -όσχημον (AM)<br />(μόνο στο ουδ.) <i>καινόσχημον</i><br />αυτό που σχηματίστηκε με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο, που έλαβε νέο, ασυνήθιστο [[σχήμα]] («καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχῆμα]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>σχήμων</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>σχήμων</i>].
|mltxt=[[καινοσχήμων]], -όσχημον (AM)<br />(μόνο στο ουδ.) <i>καινόσχημον</i><br />αυτό που σχηματίστηκε με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο, που έλαβε νέο, ασυνήθιστο [[σχήμα]] («καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σχήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχῆμα]]), [[πρβλ]]. [[ευσχήμων]], [[μεγαλοσχήμων]]].
}}
}}

Revision as of 18:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοσχήμων Medium diacritics: καινοσχήμων Low diacritics: καινοσχήμων Capitals: ΚΑΙΝΟΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: kainoschḗmōn Transliteration B: kainoschēmōn Transliteration C: kainoschimon Beta Code: kainosxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, = καινοσχημάτιστος (newly formed, strangely formed), Id. 1479.57, Sch. rec. S. Aj. 1398.

German (Pape)

[Seite 1295] ον, od. καινόσχημος, nur im neutr. καινόσχημον, neugestaltet, ungewöhnlich, Schol. Soph. Ai. 1398, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καινοσχήμων: -ον, (κατὰ τὸν Θησ. Στεφ. καινόσχημος, ον), ὁ κατὰ νέον ἢ ἰδιάζοντα τρόπον σχηματισθείς, ἐν τῷ οὐδετέρῳ μόνον, καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν Εὐστ. 1479. 57· μάλιστα καινόσχημον τοῦτό γε Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1398· - προσέτι, καινοσχημάτιστος, ον, ὅτε δὲ εἴπῃ, εὐρύοπα Ζεύς, καινοσχημάτιστος ἐκείνη εὐθεῖα Εὐστ. 141. 32.

Greek Monolingual

καινοσχήμων, -όσχημον (AM)
(μόνο στο ουδ.) καινόσχημον
αυτό που σχηματίστηκε με νέο ή ιδιάζοντα τρόπο, που έλαβε νέο, ασυνήθιστο σχήμα («καινόσχημόν ἐστι κατὰ σύνταξιν», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. ευσχήμων, μεγαλοσχήμων].