καλαμοστεφής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλαμοστεφής]], -ές (Α)<br />καλαμοστεφανωμένος, αυτός που έχει στεφθεί ή έχει καλυφθεί με καλάμια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέφος]], <i>τὸ</i> <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]]), [[πρβλ]]. <i>ιχθυ</i>-<i>στεφής</i>, <i>ροδο</i>-<i>στεφής</i>].
|mltxt=[[καλαμοστεφής]], -ές (Α)<br />καλαμοστεφανωμένος, αυτός που έχει στεφθεί ή έχει καλυφθεί με καλάμια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέφος]], <i>τὸ</i> <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]]), [[πρβλ]]. [[ιχθυστεφής]], [[ροδοστεφής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμοστεφής Medium diacritics: καλαμοστεφής Low diacritics: καλαμοστεφής Capitals: ΚΑΛΑΜΟΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: kalamostephḗs Transliteration B: kalamostephēs Transliteration C: kalamostefis Beta Code: kalamostefh/s

English (LSJ)

ές, A covered with reed, βύρσαι Batr.127.

German (Pape)

[Seite 1307] ές, mit Rohr bekränzt, bedeckt, Batrach. 127.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
couronné ou couvert de roseaux.
Étymologie: κάλαμος, στέφω.

Greek Monolingual

καλαμοστεφής, -ές (Α)
καλαμοστεφανωμένος, αυτός που έχει στεφθεί ή έχει καλυφθεί με καλάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -στεφής (< στέφος, τὸ < στέφω), πρβλ. ιχθυστεφής, ροδοστεφής].

Greek Monotonic

κᾰλᾰμοστεφής: -ές (στέφω), καλυμμένος από καλάμι, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰμοστεφής: увенчанный или покрытый тростником (βύρσαι Batr.).

Middle Liddell

κᾰλᾰμο-στεφής, ές στέφω
covered with reed, Batr.