κακόμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόμοιρος]], -ον)<br />αυτός που έχει κακή [[μοίρα]], [[δυστυχής]], [[ταλαίπωρος]], [[κακότυχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακόμοιρα</i><br />άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μοιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μοῖρα]]), [[πρβλ]]. <i>μονό</i>-<i>μοιρος</i>, <i>ολβιό</i>-<i>μοιρος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόμοιρος]], -ον)<br />αυτός που έχει κακή [[μοίρα]], [[δυστυχής]], [[ταλαίπωρος]], [[κακότυχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακόμοιρα</i><br />άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μοιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μοῖρα]]), [[πρβλ]]. [[μονόμοιρος]], [[ολβιόμοιρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμοιρος Medium diacritics: κακόμοιρος Low diacritics: κακόμοιρος Capitals: ΚΑΚΟΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: kakómoiros Transliteration B: kakomoiros Transliteration C: kakomoiros Beta Code: kako/moiros

English (LSJ)

ον, A ill-fated, ὠδῖνες AP7.375 (Antiphil.), cf. Maiuri Nuova Silloge630.

German (Pape)

[Seite 1301] von bösem Geschick, unglücklich, ὠδῖ. νες Antiphil. 40 (VII, 375).

Greek (Liddell-Scott)

κακόμοιρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων κακὴν μοῖραν, δυστυχής, Ἀνθ. Π. 7. 375.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
malheureux.
Étymologie: κακός, μοῖρα.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόμοιρος, -ον)
αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, ταλαίπωρος, κακότυχος.
επίρρ...
κακόμοιρα
άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μονόμοιρος, ολβιόμοιρος].

Greek Monotonic

κᾰκόμοιρος: -ον (μοῖρα), δύσμοιρος, κακότυχος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόμοιρος: злосчастный, роковой (ὠδῖνες Anth.).

Middle Liddell

κᾰκό-μοιρος, ον μοῖρα
ill-fated, Anth.