κοσκινοράφος: Difference between revisions
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοσκινοράφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή [[δέρμα]] στη [[στεφάνη]] του κόσκινου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσκινον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κοσκινοράφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή [[δέρμα]] στη [[στεφάνη]] του κόσκινου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσκινον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ράφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥάπτω]]), [[πρβλ]]. [[ιστιορράφος]], [[μηχανορράφος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:35, 23 August 2021
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, A one who sews (leather) sieves, PTeb.540 (ii A. D.).
Greek Monolingual
κοσκινοράφος, ὁ (Α)
αυτός που εφαρμόζει διάτρητο ύφασμα ή δέρμα στη στεφάνη του κόσκινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + -ράφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. ιστιορράφος, μηχανορράφος].