κτιστύς: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κτιστύς]], -ύος, ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> η [[κτίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτισ</i>- του [[κτίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τύς</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κτιστύς]], -ύος, ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> η [[κτίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτισ</i>- του [[κτίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τύς</i> ([[πρβλ]]. [[γελαστύς]], [[κρεμβολιαστύς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:40, 23 August 2021
English (LSJ)
ύος, ἡ, Ion. for κτίσις, Hdt.9.97.
German (Pape)
[Seite 1520] ύος, ἡ, ion. = κτίσις, die Gründung, Μιλήτου Her. 9, 97.
Greek (Liddell-Scott)
κτιστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κτίσις, Ἡρόδ. 9. 97 (διάφ. γραφ. κτίσις).
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
ion. c. κτίσις.
Étymologie: κτίζω.
Greek Monolingual
κτιστύς, -ύος, ἡ (Α)
ιων. τ. η κτίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτισ- του κτίζω + κατάλ. -τύς (πρβλ. γελαστύς, κρεμβολιαστύς)].
Greek Monotonic
κτιστύς: -ύος, ὁ, Ιων. αντί κτίσις, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κτιστύς: ύος ἡ Her. = κτίσις 1.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτιστύς, -ύος, ἡ [κτίζω] het stichten, stichting.