κτιστύς: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κτιστύς]], -ύος, ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> η [[κτίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτισ</i>- του [[κτίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τύς</i> ([[πρβλ]]. <i>γελασ</i>-<i>τύς</i>, <i>κρεμβολιασ</i>-<i>τύς</i>)].
|mltxt=[[κτιστύς]], -ύος, ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> η [[κτίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτισ</i>- του [[κτίζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τύς</i> ([[πρβλ]]. [[γελαστύς]], [[κρεμβολιαστύς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτιστύς Medium diacritics: κτιστύς Low diacritics: κτιστύς Capitals: ΚΤΙΣΤΥΣ
Transliteration A: ktistýs Transliteration B: ktistys Transliteration C: ktistys Beta Code: ktistu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, Ion. for κτίσις, Hdt.9.97.

German (Pape)

[Seite 1520] ύος, ἡ, ion. = κτίσις, die Gründung, Μιλήτου Her. 9, 97.

Greek (Liddell-Scott)

κτιστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κτίσις, Ἡρόδ. 9. 97 (διάφ. γραφ. κτίσις).

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
ion. c. κτίσις.
Étymologie: κτίζω.

Greek Monolingual

κτιστύς, -ύος, ἡ (Α)
ιων. τ. η κτίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτισ- του κτίζω + κατάλ. -τύς (πρβλ. γελαστύς, κρεμβολιαστύς)].

Greek Monotonic

κτιστύς: -ύος, ὁ, Ιων. αντί κτίσις, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κτιστύς: ύος ἡ Her. = κτίσις 1.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτιστύς, -ύος, ἡ [κτίζω] het stichten, stichting.

Middle Liddell

κτιστύς, ύος [ionic for κτίσις, Hdt.]