κοπρόστομος: Difference between revisions

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κοπρόστομος]], -ον)<br />[[βωμολόχος]], [[βρομόστομος]], [[αισχρολόγος]], [[κοπρολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. <i>βρομό</i>-<i>στομος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[κοπρόστομος]], -ον)<br />[[βωμολόχος]], [[βρομόστομος]], [[αισχρολόγος]], [[κοπρολόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[βρομόστομος]], [[χρυσόστομος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:55, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1483] mit unreinem, unfläthigem Munde, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοπρόστομος: -ον, ἔχων βρωμερὸν στόμα, ἀντίθετ. τῷ χρυσόστομος, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 51, 22.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κοπρόστομος, -ον)
βωμολόχος, βρομόστομος, αισχρολόγος, κοπρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -στομος (< στόμα), πρβλ. βρομόστομος, χρυσόστομος].