μολύβδεος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μολύβδεος]] και [[μολίβδεος]], -έα, -ον και συνηρ. μολυβδοῡς και μολιβδοῡς, -ή, -οῦν (Α)<br />[[μολύβδινος]], από μόλυβδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[μολύβδεος]] και [[μολίβδεος]], -έα, -ον και συνηρ. μολυβδοῡς και μολιβδοῡς, -ή, -οῦν (Α)<br />[[μολύβδινος]], από μόλυβδο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> ([[πρβλ]]. [[αργύρεος]], [[χρύσεος]]). Ο τ. [[μολίβδεος]] <span style="color: red;"><</span> [[μόλιβδος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 23 August 2021
English (LSJ)
α, ον, contr. μολυβδ-οῦς, ῆ, οῦν, A leaden, δελφίς Pherecr.12, cf. Thphr.Od.41, IG22.1012.43, PCair.Zen.89.4 (iii B.C.), Ph.Bel.99.23 (-λιβδ- codd.), etc.
German (Pape)
[Seite 200] zsgzgn μολυβδοῦς, ῆ, οῦν, bl eiê rn; Theophr.; Luc. Iup. trag. 47 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μολύβδεος: -α, -ον, συνῃρ. -οῦς, ῆ, οῦν, ὁ ἐκ μολύβδου, μολύβδινος, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 43.
Greek Monolingual
μολύβδεος και μολίβδεος, -έα, -ον και συνηρ. μολυβδοῡς και μολιβδοῡς, -ή, -οῦν (Α)
μολύβδινος, από μόλυβδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα -εος (πρβλ. αργύρεος, χρύσεος). Ο τ. μολίβδεος < μόλιβδος].