ἡμισαπής: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμισαπής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει σαπίσει [[κατά]] το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σήπομαι]] «[[σαπίζω]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἡμισαπής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει σαπίσει [[κατά]] το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σαπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σήπομαι]] «[[σαπίζω]]»), [[πρβλ]]. [[ακροσαπής]], [[ασαπής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 23 August 2021
English (LSJ)
ές, (σήπομαι) A half-putrid, Hp.Morb.1.31, Gal.7.301, al.
German (Pape)
[Seite 1170] ές, halb verfault, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμισᾰπής: -ές, (σήπομαι) κατὰ τὸ ἥμισυ σεσηπώς, Ἰππ. 461. 11. Γαλήν.
Greek Monolingual
ἡμισαπής, -ές (Α)
αυτός που έχει σαπίσει κατά το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -σαπής (< σήπομαι «σαπίζω»), πρβλ. ακροσαπής, ασαπής].