ζώδιο: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ζῴδιον]] και [[ζωΐδιον]], Μ και ζῳδείον)<br />[[κάθε]] ένα από τα [[δώδεκα]] ίσα τμήματα του ζωδιακού κύκλου, τα οποία φέρουν ως επί το πλείστον ονόματα ζώων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό ζώο, [[ζωάριο]]<br /><b>2.</b> η [[μοίρα]], το μοιραίο, το γραφτό κάποιου («γεννήθηκε σε [[κακό]] [[ζώδιο]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[στοιχειό]], [[ζούδι]]<br /><b>2.</b> μικρή ή [[μεγάλη]] [[εικόνα]], ζωγραφισμένη ἡ λαξευμένη (α. «κρητῆρα χάλκεον ζῳδίων [[ἔξωθεν]] πλήσαντες», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ζῴδια πηχῶν ἐκκαίδεκα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[έργο]] αγαλματοποιίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υποκορ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. <i>θυρ</i>-[[ίδιον]], <i>χοιρ</i>-[[ίδιον]]].
|mltxt=το (AM [[ζῴδιον]] και [[ζωΐδιον]], Μ και ζῳδείον)<br />[[κάθε]] ένα από τα [[δώδεκα]] ίσα τμήματα του ζωδιακού κύκλου, τα οποία φέρουν ως επί το πλείστον ονόματα ζώων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό ζώο, [[ζωάριο]]<br /><b>2.</b> η [[μοίρα]], το μοιραίο, το γραφτό κάποιου («γεννήθηκε σε [[κακό]] [[ζώδιο]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[στοιχειό]], [[ζούδι]]<br /><b>2.</b> μικρή ή [[μεγάλη]] [[εικόνα]], ζωγραφισμένη ἡ λαξευμένη (α. «κρητῆρα χάλκεον ζῳδίων [[ἔξωθεν]] πλήσαντες», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ζῴδια πηχῶν ἐκκαίδεκα», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[έργο]] αγαλματοποιίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. υποκορ. -[[ίδιον]] ([[πρβλ]]. [[θυρίδιον]], [[χοιρίδιον]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:37, 24 August 2021

Greek Monolingual

το (AM ζῴδιον και ζωΐδιον, Μ και ζῳδείον)
κάθε ένα από τα δώδεκα ίσα τμήματα του ζωδιακού κύκλου, τα οποία φέρουν ως επί το πλείστον ονόματα ζώων
νεοελλ.
1. μικρό ζώο, ζωάριο
2. η μοίρα, το μοιραίο, το γραφτό κάποιου («γεννήθηκε σε κακό ζώδιο»)
μσν.
1. στοιχειό, ζούδι
2. μικρή ή μεγάλη εικόνα, ζωγραφισμένη ἡ λαξευμένη (α. «κρητῆρα χάλκεον ζῳδίων ἔξωθεν πλήσαντες», Ηρόδ.
β. «ζῴδια πηχῶν ἐκκαίδεκα», Διόδ.)
αρχ.
έργο αγαλματοποιίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + κατάλ. υποκορ. -ίδιον (πρβλ. θυρίδιον, χοιρίδιον].