κοιλοστόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοιλοστόμαχος]], ἡ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κοιλοστόμαχος]] [[διάθεσις]]» — η [[αίσθηση]] της κενότητας του στομαχιού, το να αισθάνεται [[κάποιος]] [[κενό]] το [[στομάχι]] («διάρροιαι καὶ δυσεντερίαι... καὶ κοιλιακαὶ διαθέσεις [[οἷον]] εἰπεῖν... κοιλοστόμαχοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> [[στόμαχος]] ([[πρβλ]]. <i>ευ</i>-[[στόμαχος]], <i>κακο</i>-[[στόμαχος]])].
|mltxt=[[κοιλοστόμαχος]], ἡ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κοιλοστόμαχος]] [[διάθεσις]]» — η [[αίσθηση]] της κενότητας του στομαχιού, το να αισθάνεται [[κάποιος]] [[κενό]] το [[στομάχι]] («διάρροιαι καὶ δυσεντερίαι... καὶ κοιλιακαὶ διαθέσεις [[οἷον]] εἰπεῖν... κοιλοστόμαχοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> [[στόμαχος]] ([[πρβλ]]. [[ευστόμαχος]], [[κακοστόμαχος]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:40, 24 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κοιλοστόμαχος: διάθεσις, ἡ, τὸ αἰσθάνεσθαι κενότητα ἐσωτερικῶς, Ψευδο-Ἱππ. ἐν Boisson. Ἀνεκδ. 3. 428.

Greek Monolingual

κοιλοστόμαχος, ἡ (Α)
φρ. «κοιλοστόμαχος διάθεσις» — η αίσθηση της κενότητας του στομαχιού, το να αισθάνεται κάποιος κενό το στομάχι («διάρροιαι καὶ δυσεντερίαι... καὶ κοιλιακαὶ διαθέσεις οἷον εἰπεῖν... κοιλοστόμαχοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στόμαχος (πρβλ. ευστόμαχος, κακοστόμαχος)].