κακοστόμαχος
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
κακοστόμαχον,
A having a sensitive stomach, Cic.Fam.16.4.1, Aët.8.45; f.l. in AP11.155; cf. κακοστόματος.
II Act., bad for the stomach, unwholesome, Heraclid. Tarent. ap. Ath.3.120c, Philistion Locr. ap. eund.3.115d, Dsc.1.127, al., Sor.1.94, Gal.6.641: Comp. κακοστομαχώτερος Diph.Siph.ap Ath.2.56b.
German (Pape)
[Seite 1303] mit schlechtem, schwachem oder verdorbenem Magen; Lucill. 6 (XI, 155); Cic. famil. 16, 4; – den Magen schwächend oder verderbend, schwer zu verdauen, Ath. III, 120 c, im comp. II, 56 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a un mauvais estomac;
2 qui débilite ou fatigue l'estomac.
Étymologie: κακός, στόμαχος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κακοστόμαχος, -ον)
1. αυτός που έχει ευπαθές στομάχι, αυτός που υποφέρει από στομάχι ή που έχει κακοστομαχιά
2. (για τροφές) αυτός που προκαλεί κακό στο στομάχι, δύσπεπτος
νεοελλ.
(για πρόσ.) μτφ. αχώνευτος, ανυπόφορος, αυτός που προξενεί αηδία ή στενοχώρια στον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + στόμαχος (πρβλ. ευστόμαχος)].
Greek Monotonic
κᾰκοστόμᾰχος: -ον, αυτός που έχει ασθενές στομάχι, δυσκολοϊκανοποίητος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοστόμᾰχος: страдающий желудочной болезнью, больной желудком Anth.
Middle Liddell
κᾰκο-στόμᾰχος, ον
with bad stomach, fastidious, Anth.