κουταμάρα: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του κουτού, [[βλακεία]], [[χαζομάρα]]<br /><b>2.</b> απερίσκεπτη [[πράξη]], [[ανοησία]] («ήταν [[κουταμάρα]] να πας να τον συναντήσεις»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κουτός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[αμάρα]] ([[πρβλ]]. <i>βουβ</i>-[[αμάρα]], <i>σαχλ</i>-[[αμάρα]])].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του κουτού, [[βλακεία]], [[χαζομάρα]]<br /><b>2.</b> απερίσκεπτη [[πράξη]], [[ανοησία]] («ήταν [[κουταμάρα]] να πας να τον συναντήσεις»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κουτός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[αμάρα]] ([[πρβλ]]. [[βουβαμάρα]], [[σαχλαμάρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 24 August 2021

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του κουτού, βλακεία, χαζομάρα
2. απερίσκεπτη πράξη, ανοησία («ήταν κουταμάρα να πας να τον συναντήσεις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + επίθημα -αμάρα (πρβλ. βουβαμάρα, σαχλαμάρα)].