κυματόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κυμόθριξ, -[[άτριχος]], ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κυματιστά μαλλιά ή γένια<br /><b>2.</b> <b>ο πληθ. ως ουσ.</b> <i>οι κυματότριχες</i><br />μια από τις [[τρεις]] κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται οι άνθρωποι με [[βάση]] τον σχηματισμό τών μαλλιών τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]]), [[πρβλ]]. <i>ουλό</i>-[[θριξ]], <i>φυκό</i>-[[θριξ]]].
|mltxt=και κυμόθριξ, -[[άτριχος]], ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κυματιστά μαλλιά ή γένια<br /><b>2.</b> <b>ο πληθ. ως ουσ.</b> <i>οι κυματότριχες</i><br />μια από τις [[τρεις]] κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται οι άνθρωποι με [[βάση]] τον σχηματισμό τών μαλλιών τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]]), [[πρβλ]]. [[ουλόθριξ]], [[φυκόθριξ]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:54, 24 August 2021

Greek Monolingual

και κυμόθριξ, -άτριχος, ο
1. αυτός που έχει κυματιστά μαλλιά ή γένια
2. ο πληθ. ως ουσ. οι κυματότριχες
μια από τις τρεις κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται οι άνθρωποι με βάση τον σχηματισμό τών μαλλιών τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -θριξ (< θρίξ), πρβλ. ουλόθριξ, φυκόθριξ].