ἐχιδνοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχιδνοκέφαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[κεφάλι]] οχιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχιδνα]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. <i>βραχυ</i>-[[κέφαλος]], <i>δολιχο</i>-[[κέφαλος]].
|mltxt=[[ἐχιδνοκέφαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[κεφάλι]] οχιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχιδνα]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. [[βραχυκέφαλος]], [[δολιχοκέφαλος]].
}}
}}

Revision as of 08:00, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχιδνοκέφᾰλος Medium diacritics: ἐχιδνοκέφαλος Low diacritics: εχιδνοκέφαλος Capitals: ΕΧΙΔΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: echidnoképhalos Transliteration B: echidnokephalos Transliteration C: echidnokefalos Beta Code: e)xidnoke/falos

English (LSJ)

ον, A snakeheaded, Sch.E.Ph.1136.

German (Pape)

[Seite 1126] natterköpfig, Schol. Eur. Phoen. 1136.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιδνοκέφᾰλος: -ον, ἔχων κεφαλὴν ἐχίδνης, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 1136.

Greek Monolingual

ἐχιδνοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κεφάλι οχιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βραχυκέφαλος, δολιχοκέφαλος.