ἱπποπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱπποπρόσωπος]], -ον (Α)<br /><b>πάπ.</b> (επίθ. για τη θεά Σελήνη και για κάποια μυθική [[φυλή]]) αυτός που έχει [[μορφή]] ίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πρόσ</i>-<i>ωπον</i>), [[πρβλ]]. <i>ιερακο</i>-[[πρόσωπος]], <i>ορνιθο</i>-[[πρόσωπος]].
|mltxt=[[ἱπποπρόσωπος]], -ον (Α)<br /><b>πάπ.</b> (επίθ. για τη θεά Σελήνη και για κάποια μυθική [[φυλή]]) αυτός που έχει [[μορφή]] ίππου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πρόσ</i>-<i>ωπον</i>), [[πρβλ]]. [[ιερακοπρόσωπος]], [[ορνιθοπρόσωπος]].
}}
}}

Revision as of 08:00, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποπρόσωπος Medium diacritics: ἱπποπρόσωπος Low diacritics: ιπποπρόσωπος Capitals: ΙΠΠΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: hippoprósōpos Transliteration B: hippoprosōpos Transliteration C: ippoprosopos Beta Code: i(ppopro/swpos

English (LSJ)

ον, A horse-faced, epithet of the Moon-goddess, PMag.Par.1.2549; of a fabulous tribe, Peripl.M.Rubr.62.

Spanish

que tiene rostro de caballo

Greek Monolingual

ἱπποπρόσωπος, -ον (Α)
πάπ. (επίθ. για τη θεά Σελήνη και για κάποια μυθική φυλή) αυτός που έχει μορφή ίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσ-ωπον), πρβλ. ιερακοπρόσωπος, ορνιθοπρόσωπος.