μητροπόλος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μητροπόλος]], δωρ. τ. ματροπόλος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. της Ειλειθυίας) αυτή που περιποιείται και βοηθά τις μητέρες [[κατά]] τον τοκετό<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ μητροπόλοι</i><br />ιέρειες της μητέρας τών θεών, της Κυβέλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] «κινούμαι), [[ | |mltxt=[[μητροπόλος]], δωρ. τ. ματροπόλος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (ως επίθ. της Ειλειθυίας) αυτή που περιποιείται και βοηθά τις μητέρες [[κατά]] τον τοκετό<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ μητροπόλοι</i><br />ιέρειες της μητέρας τών θεών, της Κυβέλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] «κινούμαι), [[νυκτιπόλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:33, 25 August 2021
English (LSJ)
Dor. ματρο-, ον, A tending mothers, epithet of Eileithyia, Pi.P.3.9. II αἱ μ., = μέλισσαι 11.2, Hsch.
German (Pape)
[Seite 180] um die Mütter beschäftigt, d. i. ihnen beistehend, Eileithyia, Pind. P. 3, 9. – Nach Hesych. = μέλισσαι, Dienerinn der magna mater.
Greek (Liddell-Scott)
μητροπόλος: -ον, ἐπίθ. τῆς Εἰλειθυίας, ἡ περιποιουμένη καὶ βοηθοῦσα τὰς μητέρας κατὰ τὸν τοκετόν, Πινδ. Π. 3. 15. ΙΙ. αἱ μ. = μέλισσαι (Ι. 2), Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prend soin des mères.
Étymologie: μήτηρ, πολέω.
Greek Monolingual
μητροπόλος, δωρ. τ. ματροπόλος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. της Ειλειθυίας) αυτή που περιποιείται και βοηθά τις μητέρες κατά τον τοκετό
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ μητροπόλοι
ιέρειες της μητέρας τών θεών, της Κυβέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -πόλος (< πέλομαι «κινούμαι), νυκτιπόλος.
Greek Monotonic
μητροπόλος: -ον (πολέω), αυτός που φροντίζει τις μητέρες, επίθ. για την Εἰλείθυια, προστάτιδα του τοκετού, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μητροπόλος: дор. μᾱτροπόλος 2 заботящийся о матерях, помогающий матерям (Ἐλείθυια Pind.).
Middle Liddell
μητρο-πόλος, ον πολέω
tending mothers, epithet of Eileithyia, Pind.