μηλοφάγος: Difference between revisions
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.") |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ο (Μ [[μηλοφάγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώει μήλα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[κήπος]] και γενικά ο [[τόπος]] που παράγει μήλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, [[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[ἐσθίω]]), [[ | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ο (Μ [[μηλοφάγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που τρώει μήλα<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> ο [[κήπος]] και γενικά ο [[τόπος]] που παράγει μήλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, [[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[ἐσθίω]]), [[τυροφάγος]].<br /> <b>(II)</b><br />-ο (Α [[μηλοφάγος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μηλοφάγος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δίπτερων εντόμων που περιλαμβάνει ένα μόνο [[είδος]], το οποίο ζει παρασιτικά σε διάφορα ζώα, [[ιδίως]] στα πρόβατα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που τρώγει πρόβατα, πρόβειο [[κρέας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μηλοφάγος]] [[ἑορτή]]» — το [[Πάσχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, [[πρβλ]]. <i>ἔ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i>, αόρ. β' του [[ἐσθίω]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 25 August 2021
German (Pape)
[Seite 173] Schaafe, Schaaffleisch essend, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
μηλοφάγος: -ον, ὁ τρώγων πρόβατα, μ. ἑορτή, τὸ Πάσχα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νόνν.
Greek Monolingual
(I)
-ο (Μ μηλοφάγος, -ον)
1. αυτός που τρώει μήλα
2. συνεκδ. ο κήπος και γενικά ο τόπος που παράγει μήλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), τυροφάγος.
(II)
-ο (Α μηλοφάγος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μηλοφάγος
ζωολ. γένος δίπτερων εντόμων που περιλαμβάνει ένα μόνο είδος, το οποίο ζει παρασιτικά σε διάφορα ζώα, ιδίως στα πρόβατα
αρχ.
αυτός που τρώγει πρόβατα, πρόβειο κρέας
2. φρ. «μηλοφάγος ἑορτή» — το Πάσχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω)].