μηλοφάγος

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source

German (Pape)

[Seite 173] Schaafe, Schaaffleisch essend, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοφάγος: -ον, ὁ τρώγων πρόβατα, μ. ἑορτή, τὸ Πάσχα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νόνν.

Greek Monolingual

(I)
-ο (Μ μηλοφάγος, -ον)
1. αυτός που τρώει μήλα
2. συνεκδ. ο κήπος και γενικά ο τόπος που παράγει μήλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. τυροφάγος.
(II)
-ο (Α μηλοφάγος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μηλοφάγος
ζωολ. γένος δίπτερων εντόμων που περιλαμβάνει ένα μόνο είδος, το οποίο ζει παρασιτικά σε διάφορα ζώα, ιδίως στα πρόβατα
αρχ.
αυτός που τρώγει πρόβατα, πρόβειο κρέας
2. φρ. «μηλοφάγος ἑορτή» — το Πάσχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω)].