ξενοπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξενοπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει παράξενα χαρακτηριστικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ξενοπροσώπως]] (Α)<br />με [[ξένο]] [[πρόσωπο]], διά μέσου κάποιου άλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), | |mltxt=[[ξενοπρόσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει παράξενα χαρακτηριστικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ξενοπροσώπως]] (Α)<br />με [[ξένο]] [[πρόσωπο]], διά μέσου κάποιου άλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πρόσωπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πρόσωπον]]), [[πρβλ]]. [[χαλκοπρόσωπος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:14, 25 August 2021
English (LSJ)
ον, only in Adv. -πως, A with reference to a person other than oneself, Sch.Aristid. p.430 D.
German (Pape)
[Seite 277] mit fremdem, ausländischem Gesichte, Sp.
Greek Monolingual
ξενοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει παράξενα χαρακτηριστικά.
επίρρ...
ξενοπροσώπως (Α)
με ξένο πρόσωπο, διά μέσου κάποιου άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. χαλκοπρόσωπος.