πλαγιοδέτης: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br /><b>ναυτ.</b> χοντρό [[σχοινί]] που δένεται στην [[άγκυρα]] του πλοίου ή στην [[αλυσίδα]] της και χρησιμεύει για την [[αλλαγή]] της διεύθυνσης του αγκυροβολημένου πλοίου, κν. λεντία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάγιος]] <span style="color: red;">+</span> [[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δένω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λαιμο</i>-[[δέτης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον Ναυτικόν</i>].
|mltxt=ο, Ν<br /><b>ναυτ.</b> χοντρό [[σχοινί]] που δένεται στην [[άγκυρα]] του πλοίου ή στην [[αλυσίδα]] της και χρησιμεύει για την [[αλλαγή]] της διεύθυνσης του αγκυροβολημένου πλοίου, κν. λεντία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάγιος]] <span style="color: red;">+</span> [[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δένω]]), [[πρβλ]]. [[λαιμοδέτης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον Ναυτικόν</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο, Ν
ναυτ. χοντρό σχοινί που δένεται στην άγκυρα του πλοίου ή στην αλυσίδα της και χρησιμεύει για την αλλαγή της διεύθυνσης του αγκυροβολημένου πλοίου, κν. λεντία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + δέτης (< δένω), πρβλ. λαιμοδέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].