νυκτιπόλος: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυκτιπόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για οπαδούς του Βάκχου) αυτός που περιπλανάται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ.</b>) [[προσωνυμία]] της Περσεφόνης, της Εκάτης, του Διονύσου και της Αρτέμιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), | |mltxt=[[νυκτιπόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για οπαδούς του Βάκχου) αυτός που περιπλανάται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ.</b>) [[προσωνυμία]] της Περσεφόνης, της Εκάτης, του Διονύσου και της Αρτέμιδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), [[πρβλ]]. [[μαντιπόλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:17, 25 August 2021
English (LSJ)
ον, (πολέω) A roaming, by night, Βάκχαι E.Ion718 (lyr.); ἔφοδοι, of Persephone, ib.1049 (lyr.); epithet of Zagreus, Id.Fr.472.11 (anap.); of Artemis, Corn.ND 34 : as Subst., coupled with Μάγοι, Βάκχοι, Λῆναι, Heraclit.14.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐπόλος: -ον, (πολέω) ὁ πλανώμενος διὰ νυκτός, ἐπὶ τῶν βακχευόντων, Εὐρ. Ἴων 718, 1049, κτλ.· οὕτω, νυκτῐπόλευτος, ον, Ὀρφ. Ὕμν. 77. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se tourne, s’agite ou évolue pendant la nuit.
Étymologie: νύξ, πολέω.
Greek Monolingual
νυκτιπόλος, -ον (Α)
1. (ιδίως για οπαδούς του Βάκχου) αυτός που περιπλανάται κατά τη διάρκεια της νύχτας
2. (το αρσ. και το θηλ.) προσωνυμία της Περσεφόνης, της Εκάτης, του Διονύσου και της Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. μαντιπόλος.
Greek Monotonic
νυκτῐπόλος: -ον (πολέω), αυτός που περιπλανιέται τη νύχτα, λέγεται για τους οργιαστές θιασώτες του Βάκχου, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτῐπόλος:
1) странствующий по ночам (Βάκχαι Eur.);
2) ночной (ἔφοδοι Eur.).