ὀλιγοδάπανος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λιγοδάπανος]], -η, -ο (Α [[ὀλιγοδάπανος]], -ον)<br />αυτός που ξοδεύει [[λίγα]], [[ολιγοέξοδος]], [[φειδωλός]], [[οικονόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή [[δαπάνη]], [[φτηνός]], [[οικονομικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[δαπάνη]], <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-[[δάπανος]].
|mltxt=και [[λιγοδάπανος]], -η, -ο (Α [[ὀλιγοδάπανος]], -ον)<br />αυτός που ξοδεύει [[λίγα]], [[ολιγοέξοδος]], [[φειδωλός]], [[οικονόμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή [[δαπάνη]], [[φτηνός]], [[οικονομικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[δαπάνη]], [[πρβλ]]. [[πολυδάπανος]].
}}
}}

Revision as of 13:25, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοδάπᾰνος Medium diacritics: ὀλιγοδάπανος Low diacritics: ολιγοδάπανος Capitals: ΟΛΙΓΟΔΑΠΑΝΟΣ
Transliteration A: oligodápanos Transliteration B: oligodapanos Transliteration C: oligodapanos Beta Code: o)ligoda/panos

English (LSJ)

[δᾰ], ον, A consuming or spending little, Suid. s.v. εὐτελής.

German (Pape)

[Seite 320] wenig verzehrend, aufwendend, Erkl. von εὐτελής, E. M., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοδάπᾰνος: -ον, ὁ δαπανῶν ὀλίγα, Ἐτυμολ. Μεγ. ἐν λεξ. εὐτελής.

Greek Monolingual

και λιγοδάπανος, -η, -ο (Α ὀλιγοδάπανος, -ον)
αυτός που ξοδεύει λίγα, ολιγοέξοδος, φειδωλός, οικονόμος
νεοελλ.
αυτός για τον οποίο απαιτείται μικρή δαπάνη, φτηνός, οικονομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + δαπάνη, πρβλ. πολυδάπανος.