ὀρτυγοκόπος: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρτυγοκόπος]] -ον (Α)<br />[[ικανός]] στην [[παιδιά]] της ορτυγοκοπίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρτυξ]], -<i>υγος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), | |mltxt=[[ὀρτυγοκόπος]] -ον (Α)<br />[[ικανός]] στην [[παιδιά]] της ορτυγοκοπίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρτυξ]], -<i>υγος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), [[πρβλ]]. [[ξυλοκόπος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:25, 25 August 2021
English (LSJ)
ον, = ὀρτυγοκοπικός, quail-striker, skilled in the game of quail-striking Pl.Com.108, cf. Sch.Ar.Av.1297.
German (Pape)
[Seite 387] ὁ, der Wachtelschläger, der das Spiel des Wachtelschlagens spielt, Ath. XI, 506 c, vgl. Schol. Ar. Av. 1297.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρτῠγοκόπος: -ον, ὁ παίζων τὴν ὀρτυγοκοπίαν, ὁ κτυπῶν τῷ δακτύλῳ τὸν ὄρτυγα, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 4, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1297· - ἡ παιδιά, ἡ καλουμένη, ὀρτυγοκοπία, περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Θ΄, 107· ῥῆμ. ὀρτυγοκοπέω, κτυπῶ τὸν ὄρτυγα τῷ δακτύλῳ καὶ ἐρεθίζω αὐτόν, αὐτόθι, Πλούτ. 2. 34D· ὀρτυγοκοπικός, ή, όν, ἔμπειρος εἰς τὸ ὀρτυγοκοπεῖν, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. Πρβλ. στυφοκόπος, καὶ ἴδε Φώτιον ἐν λέξ. ὀρτυγοκόπος καὶ ὀρτυγοκοπεῖν, ἐν αἷς περιγράφεται λεπτομερῶς ἡ παιδιά.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’amuse à battre des cailles ; jeune désœuvré.
Étymologie: ὄρτυξ, κόπτω.
Greek Monolingual
ὀρτυγοκόπος -ον (Α)
ικανός στην παιδιά της ορτυγοκοπίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, -υγος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλοκόπος.
Greek Monotonic
ὀρτῠγοκόπος: -ον (κόπτω), αυτός που χτυπάει τα ορτύκια.