θεριστικός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[") |
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theristikos | |Transliteration C=theristikos | ||
|Beta Code=qeristiko/s | |Beta Code=qeristiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[reaping]], δρέπανον <span class="bibl"><span class="title">PMagd.</span>8.6</span> (iii B.C.); ὕμνος Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Λιτυέρσης]]: as | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[reaping]], δρέπανον <span class="bibl"><span class="title">PMagd.</span>8.6</span> (iii B.C.); ὕμνος Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Λιτυέρσης]]: as [[substantive]] <b class="b3">θ., τό</b>, [[crop]], <span class="bibl">Str.17.3.11</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:25, 29 August 2021
English (LSJ)
ή, όν, A of or for reaping, δρέπανον PMagd.8.6 (iii B.C.); ὕμνος Suid. s.v. Λιτυέρσης: as substantive θ., τό, crop, Str.17.3.11.
German (Pape)
[Seite 1201] = θεριστήριος; τὰ θεριστικά, die Ernte, δύο θεριστικὰ καρπ οῦνται Strab. XVII, 831.
Greek (Liddell-Scott)
θεριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ θερίζειν, σπάθη Βυζ.· ὕμνος Σουΐδ. ἐν λ. Λιτυέρσης. ― ὡς οὐσ., θεριστικόν, τό, ἡ καρπολογία, ἐσοδεία, Στράβ. 381.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ θεριστικός, -ή, -όν) θεριστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θερισμό, ο χρήσιμος για θερισμό («θεριστική μηχανή»)
νεοελλ.
1. αυτός που εξολοθρεύει, που αποδεκατίζει («θεριστική βολή» — η βολή που γίνεται με διαδοχικές γρήγορες πλευρικές μετατοπίσεις του σωλήνα του πυροβόλου όπλου)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θεριστικά
τα έξοδα του θερισμού
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ θεριστικόν
η σοδειά.