βατεύω: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vateyo | |Transliteration C=vateyo | ||
|Beta Code=bateu/w | |Beta Code=bateu/w | ||
|Definition= | |Definition=perhaps <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[trample]], [[damage]], τὰ βεβατ[ευ]μένα <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>45.21</span> (iii A. D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:45, 14 September 2021
English (LSJ)
perhaps A trample, damage, τὰ βεβατ[ευ]μένα BGU45.21 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 438] = βατέω; aber Eur. Suppl. 1028 ist für τάφον βατεύουσα richtig ματεύουσα emendirt.
Spanish (DGE)
destrozar en v. pas. τέλος οἰκίας βατευομέ(νης) parte de una casa medio en ruinas, PAshm.24.6 (I a.C.), τὰ βεβατ[ευ] μένα ὑπ' αὐτῶν BGU 45.21 (III d.C.).
• Etimología: v. 1 βατέω.
Greek Monolingual
(Α βατεύω)
νεοελλ.
(για ζώα ή και ανθρώπους με αντικ. θηλ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική μίξη, καβαλάω
αρχ.
προξενώ βλάβη, καταπατώ, ποδοπατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βατώ (-έω) (κατά το οχεύω) < -βατος, -βάτης < βαίνω].