τραχηλιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trachiliaios
|Transliteration C=trachiliaios
|Beta Code=traxhliai=os
|Beta Code=traxhliai=os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]], [[on]], or [[from the neck]], <span class="bibl">Hippiatr.92</span>, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[κόλλαπες]], <span class="bibl">Eust.1915.13</span>; perh. to be restored for [[τραχηλιμαῖος]] in <span class="bibl">Str.2.5.27</span>, <span class="bibl">16.4.11</span>.</span>
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of]], [[on]], or [[from the neck]], <span class="bibl">Hippiatr.92</span>, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[κόλλαπες]], <span class="bibl">Eust.1915.13</span>; perhaps to be restored for [[τραχηλιμαῖος]] in <span class="bibl">Str.2.5.27</span>, <span class="bibl">16.4.11</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:00, 14 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰχηλιαῖος Medium diacritics: τραχηλιαῖος Low diacritics: τραχηλιαίος Capitals: ΤΡΑΧΗΛΙΑΙΟΣ
Transliteration A: trachēliaîos Transliteration B: trachēliaios Transliteration C: trachiliaios Beta Code: traxhliai=os

English (LSJ)

α, ον, A of, on, or from the neck, Hippiatr.92, Hsch. s.v. κόλλαπες, Eust.1915.13; perhaps to be restored for τραχηλιμαῖος in Str.2.5.27, 16.4.11.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχηλιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν τράχηλον, ὁ τοῦ τραχήλου, τὸ μέρος τοῦ τραχήλου, «κόλλοψ τὸ τραχηλιαῖον τοῦ ταύρου σὺν τῇ ὑπὸ τὴν φορίνην, ἤγουν ὑπὸ τὸ δέρμα πιμελῇ» Εὐστ. 1915. 13· τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοὸς Ἡσύχ. ἐν λ. κόλλαπες· πιθ. διορθωτέον οὕτως ἀντὶ τραχηλιμαῖος παρὰ Στράβ. 127, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 558.

Greek Monolingual

-α, -ο / τραχηλιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο ή αυτός που βρίσκεται γύρω από τον τράχηλο, τραχηλικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τραχηλιαῖον
το μέρος γύρω από τον τράχηλο («τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοός», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νεφρ-ιαίος)].

Greek Monotonic

τρᾰχηλιαῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στον τράχηλο, που βρίσκεται στον τράχηλο, μέρος του τραχήλου, σε Στράβ.

Middle Liddell

τρᾰχηλιαῖος, η, ον
of, on, or from the neck, Strab.