ὀρνίθειος: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ornitheios
|Transliteration C=ornitheios
|Beta Code=o)rni/qeios
|Beta Code=o)rni/qeios
|Definition=α, ον, also ος, ον, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>865</span> :—<span class="sense"><span class="bld">A</span> of or [[belong]]ing to a [[bird]], [[οἰκίσκος]] [[bird]]-cage, <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>405</span>; <b class="b3">κρέα ὀ</b>. <b class="b2">fowl's</b> flesh, [[chicken]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Ra.</span>510</span>,<span class="bibl"><span class="title">Nu.</span>339</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.5.31</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1141b20</span>: abs., <b class="b3">ὀ., τά,</b> <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1590</span>, <span class="bibl">Pherecr.45</span>; <b class="b3">ὀ. ζωμός</b> [[chicken]] soup, <span class="bibl">Hegesand.15</span>; <b class="b3">ω'ὰ ὀρνίθεα</b> (sic) <b class="b2">hen's</b> eggs, <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>266</span> (iii B. C.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> sg. ὀρνιθεῖον, τό, [[haunt of birds]], <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.94</span> B. [In <span class="bibl">Arat.274</span> [[ὀρνιθέης]] (trisyll.) [[κεφαλῆς]].]</span>
|Definition=α, ον, also ος, ον, Ar.Av.865 :—<br><span class="bld">A</span> of or [[belong]]ing to a [[bird]], [[οἰκίσκος]] [[bird]]-[[cage]], Id.Fr.405; [[κρέα ὀρνίθειον]] = [[fowl]]'s [[flesh]], [[chicken]], Id.Ra.510,Nu.339, X.An.4.5.31, Arist.EN1141b20: abs., [[ὀρνίθεια]], τά, Ar.Av.1590, Pherecr.45; ὀρνίθειος [[ζωμός]] = [[chicken]] [[soup]], Hegesand.15; [[ᾠὰ ὀρνίθεα]] = [[hen]]'s [[egg]]s, PCair.Zen.266 (iii B. C.).<br><span class="bld">II</span> sg. [[ὀρνιθεῖον]], τό, [[haunt of birds]], Phryn.PSp.94 B. [In Arat.274 [[ὀρνιθέης]] (trisyll.) [[κεφαλῆς]].]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ὀρνίθειος]], -εία, -ον, θηλ. και -ος) [[όρνις</i>, -<i>ιθος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρνιθα ή αυτός που προέρχεται από όρνιθα<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀρνίθεια</i><br />το [[κρέας]] πτηνού.
|mltxt=-α, -ο (Α [[ὀρνίθειος]], -εία, -ον, θηλ. και -ος) [[ὄρνις]], -ιθος<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρνιθα ή αυτός που προέρχεται από όρνιθα<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὀρνίθεια</i><br />το [[κρέας]] πτηνού.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:14, 2 November 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνῑθειος Medium diacritics: ὀρνίθειος Low diacritics: ορνίθειος Capitals: ΟΡΝΙΘΕΙΟΣ
Transliteration A: ornítheios Transliteration B: ornitheios Transliteration C: ornitheios Beta Code: o)rni/qeios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον, Ar.Av.865 :—
A of or belonging to a bird, οἰκίσκος bird-cage, Id.Fr.405; κρέα ὀρνίθειον = fowl's flesh, chicken, Id.Ra.510,Nu.339, X.An.4.5.31, Arist.EN1141b20: abs., ὀρνίθεια, τά, Ar.Av.1590, Pherecr.45; ὀρνίθειος ζωμός = chicken soup, Hegesand.15; ᾠὰ ὀρνίθεα = hen's eggs, PCair.Zen.266 (iii B. C.).
II sg. ὀρνιθεῖον, τό, haunt of birds, Phryn.PSp.94 B. [In Arat.274 ὀρνιθέης (trisyll.) κεφαλῆς.]

German (Pape)

[Seite 383] zum Vogel gehörig; κρέα, Vogel-, Hühnerfleisch, Ar. Nubb. 338 Ran. 511, wie Xen. An. 4, 5, 31; Arist. eth. 6, 7; Ath. oft, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνίθειος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Ἀριστοφ. Ὄρν. 865· - ὁ ἀνήκων εἰς πτηνόν, ὀρν. οἰκίσκος, κλωβίον πτηνοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 538 κρέα ὀρνίθεια, ὀρνιθίου κρέας, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 510, Νεφ. 338, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 31· ἀπολ., ὀρνίθεια, τά, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1590, Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1. ΙΙ. ὀρνιθεῖον, τό, μέροςτόπος συχναζόμενος ὑπὸ πτηνῶν, Α. Β. 54. - Ἐσφαλμένως φέρεται ὀρνίθιος, Ἀθήν. 341Α, Πολυδ. Ι΄, 160. [Παρὰ τῷ Ἀράτ. 274 ὀρνιθέη κεφαλή, δέον νὰ ἀναγνωσθῇ ὡς τρισύλλ.].

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
d’oiseau ; particul. de poule, de poulet ; de volaille en gén. : τὰ ὀρνίθεια, viande de volaille.
Étymologie: ὄρνις.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀρνίθειος, -εία, -ον, θηλ. και -ος) ὄρνις, -ιθος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρνιθα ή αυτός που προέρχεται από όρνιθα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρνίθεια
το κρέας πτηνού.

Greek Monotonic

ὀρνίθειος: -α, -ον και -ος, -ον, αυτός που προέρχεται από ή ανήκει σε πουλί, ὀρνίθεια (ενν. κρέα), κρέας πουλιού, πουλερικό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνίθειος: 3, реже 2 (νῑ) птичий (κρέα Arph., Xen.; οἰκίσκος Arph.).

Middle Liddell

ὀρνίθειος, η, ον
of or belonging to a bird, ὀρνίθεια (sc. κρέἀ fowl's flesh, chicken, Ar.

English (Woodhouse)

of a bird

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)