ῥακά: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
(cc2)
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ῥακά]], ΝΑ<br />(εβραϊκή λ.) <b>άκλ.</b> [[λέξη]] υβριστική με την οποία [[πιθανώς]] δηλώνεται ο [[ανόητος]], ο [[άμυαλος]] («ὅς δ' ἄν εἴπη τῷ άδελφῷ αὐτοῡ [[ῥακά]], [[ἔνοχος]] ἔσται τῷ συνεδρίῳ», ΚΔ).
|mltxt=[[ῥακά]], ΝΑ<br />(εβραϊκή λ.) <b>άκλ.</b> [[λέξη]] υβριστική με την οποία [[πιθανώς]] δηλώνεται ο [[ανόητος]], ο [[άμυαλος]] («ὅς δ' ἄν εἴπη τῷ άδελφῷ αὐτοῦ [[ῥακά]], [[ἔνοχος]] ἔσται τῷ συνεδρίῳ», ΚΔ).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:15, 1 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥακά Medium diacritics: ῥακά Low diacritics: ρακά Capitals: ΡΑΚΑ
Transliteration A: rhaká Transliteration B: rhaka Transliteration C: raka Beta Code: r(aka/

English (LSJ)

Hebr. word expressive of contempt, Ev.Matt.5.22.

Greek (Liddell-Scott)

ῥακά: ἐβραϊκὴ λέξις ἐκφράζουσα ἄκραν περιφρόνησιν, κενός, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 22.

English (Strong)

of Chaldee origin (compare רֵק); O empty one, i.e. thou worthless (as a term of utter vilification): Raca.

Greek Monolingual

ῥακά, ΝΑ
(εβραϊκή λ.) άκλ. λέξη υβριστική με την οποία πιθανώς δηλώνεται ο ανόητος, ο άμυαλος («ὅς δ' ἄν εἴπη τῷ άδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ», ΚΔ).

Greek Monotonic

ῥακά: Εβρ. λέξη που εκφράζει απόλυτη περιφρόνηση, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ῥακά: ὁ или τό indecl. (арам.) пустой человек NT.

Middle Liddell


Hebr. word expressive of utter contempt, NTest.

Chinese

原文音譯:?ak£ 拉卡
詞類次數:名詞(1)
原文字根:空的
字義溯源:哦,廢物,飯桶,愚笨,獃子,拉加;拉加是原文音譯,意:愚笨,源自迦勒底文(רֵיק‎)=空的),而 (רֵיק‎)出自(רִיק‎)=倒空)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 拉加(1) 太5:22