αὐτόνοος: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αὐτόνοος:''' стяж. [[αὐτόνους]] 2 своенравный, упрямый ([[γνώμα]] Aesch. - v. l. к [[ἴδιος]]).
|elrutext='''αὐτόνοος:''' стяж. [[αὐτόνους]] 2 своенравный, упрямый ([[γνώμα]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] к [[ἴδιος]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[self]]-willed, Aesch.
|mdlsjtxt=[[self]]-willed, Aesch.
}}
}}

Revision as of 11:30, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόνοος Medium diacritics: αὐτόνοος Low diacritics: αυτόνοος Capitals: ΑΥΤΟΝΟΟΣ
Transliteration A: autónoos Transliteration B: autonoos Transliteration C: aftonoos Beta Code: au)to/noos

English (LSJ)

ον, contr. αὐτό-νους, ουν, of the Phaeacian ships, A instinct with sense, Eust. 1153.32, with allusion to the nymph Autonoe.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ ἰδίᾳ γνώμᾳ, ὅπερ παραβιάζει τὸ μέτρον. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, ἅπερ καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui a sa volonté propre, obstiné, opiniâtre.
Étymologie: αὐτός, νόος.

Spanish (DGE)

-ον
que está dotado de inteligencia νῆες τῶν Φαιάκων Eust.1153.32
que es todo inteligencia νοῦς Tz.Comm.Ar.1.169.1.

Greek Monotonic

αὐτόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του θέληση, ισχυρογνώμων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόνοος: стяж. αὐτόνους 2 своенравный, упрямый (γνώμα Aesch. - v.l. к ἴδιος).

Middle Liddell

self-willed, Aesch.