δύσμικτος: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δύσμικτος:''' v. l. [[δύσμεικτος]] 2 трудно смешиваемый, почти несмешивающийся, несовместимый ([[φύσις]] Plat.; τινι Plut.).
|elrutext='''δύσμικτος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[δύσμεικτος]] 2 трудно смешиваемый, почти несмешивающийся, несовместимый ([[φύσις]] Plat.; τινι Plut.).
}}
}}

Revision as of 11:30, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσμικτος Medium diacritics: δύσμικτος Low diacritics: δύσμικτος Capitals: ΔΥΣΜΙΚΤΟΣ
Transliteration A: dýsmiktos Transliteration B: dysmiktos Transliteration C: dysmiktos Beta Code: du/smiktos

English (LSJ)

A v. δύσμεικτος.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zu vermischen, zu vereinigen; Plat. Tim. 35 a; Plut. Num. 17; τινί, mit etwas, Phoc. 2; vgl. Poll. 3, 64. 9, 62, πόλις, von einer schwer zugänglichen Bergstadt. – Adv., δυσμίκτως ἔχειν Plut. Symp. 2, 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

δύσμικτος: -ον, δυσκόλως μιγνυόμενος, μὴ ἔχων συγγένειάν τινα, Πλάτ. Τιμ. 35Α, κτλ. ΙΙ. ἀκοινώνητος· ἐπίρρ., δυσμίκτως ἔχειν Πλούτ. 2, 640D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne se mêle pas ou ne s’unit pas facilement.
Étymologie: δυσ-, μίγνυμι.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): -μεικτ- Pl.Ti.35a
I 1difícil de mezclar φύσις Pl.l.c., Plu.2.1012c, cf. Num.17, τὸ σεμνὸν ... τῷ ἐπιεικεῖ δύσμικτον Plu.Phoc.2
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de mezclar οἷον πῦρ καὶ ὕδωρ, διὰ τὸ φύσει δύσμικτον Simp.in Cael.98.1, cf. Gal.8.689.
2 de trato o relación difícil τὰ νέα en matrimonio, Plu.2.754c
insociable de pers., Poll.5.138.
3 de difícil acceso, escarpado de zonas montañosos, Poll.9.22.
II adv. -ως
1 con dificultad para mezclarse πρὸς τὰ ἄλλα γένη δ. ἔχει, καθάπερ ... τὸ ἔλαιον Plu.2.640d.
2 fig., de pers. de modo intratable, insociable Poll.5.139.

Greek Monolingual

δύσμικτος, -ον (Α)
Ι. αυτός που δεν έχει σχέσεις, συγγένεια με άλλον
II. επίρρ. δυσμίκτως
φρ. «δυσμίκτως ἔχω» — είμαι ακοινώνητος·

Russian (Dvoretsky)

δύσμικτος: v.l. δύσμεικτος 2 трудно смешиваемый, почти несмешивающийся, несовместимый (φύσις Plat.; τινι Plut.).