καινοπραγία: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καινοπρᾱγία:''' ἡ страсть к нововведениям, склонность к новизне (Diod. - v. l. [[κοινοπραγία]]).
|elrutext='''καινοπρᾱγία:''' ἡ страсть к нововведениям, склонность к новизне (Diod. - [[varia lectio|v.l.]] [[κοινοπραγία]]).
}}
}}

Revision as of 11:40, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοπρᾱγία Medium diacritics: καινοπραγία Low diacritics: καινοπραγία Capitals: ΚΑΙΝΟΠΡΑΓΙΑ
Transliteration A: kainopragía Transliteration B: kainopragia Transliteration C: kainopragia Beta Code: kainopragi/a

English (LSJ)

ἡ, A innovation, f. l. for κοινοπραγία in D.S.15.8.

German (Pape)

[Seite 1294] ἡ, = καινοποιΐα, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καινοπρᾱγία: ἡ, νεωτερισμός, ἔφεσις πρὸς νεωτερισμόν, Διόδ. 15. 8.

Greek Monolingual

καινοπραγία, ἡ (Α)
νεωτερισμός, έφεση για νεωτερισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πραγία (< -πραγής < θ. πραγ- του πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ-πραγα), πρβλ. αδικοπραγία, βιαιοπραγία].

Russian (Dvoretsky)

καινοπρᾱγία: ἡ страсть к нововведениям, склонность к новизне (Diod. - v.l. κοινοπραγία).