κυδέστερος: Difference between revisions
From LSJ
πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κῡδέστερος:''' [compar. к [[κυδρός]] более славный (ἐλπίδες Polyb. - v. l. к [[ἐπικυδέστερος]]). | |elrutext='''κῡδέστερος:''' [compar. к [[κυδρός]] более славный (ἐλπίδες Polyb. - [[varia lectio|v.l.]] к [[ἐπικυδέστερος]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 9 January 2022
English (LSJ)
irreg. Comp. of κυδρός.
German (Pape)
[Seite 1524] ruhmvoller (vgl. κυδίων,) ἐλπίδες, Pol. 3, 96, 7, Bekker liest mit Ernesti ἐπικυδέστρος, welches Wort häufiger vorkommt.
Greek (Liddell-Scott)
κῡδέστερος: -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ κυδρός.
Greek Monolingual
κυδέστερος, -έρα, -ον (Α)
πιο ένδοξος, πιο φημισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος συγκριτ. του επιθ. κυδρός, σχηματισμένος από το θ. της λ. κῦδος + κατάλ. -έστερος].
Russian (Dvoretsky)
κῡδέστερος: [compar. к κυδρός более славный (ἐλπίδες Polyb. - v.l. к ἐπικυδέστερος).