πολύπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyplevros
|Transliteration C=polyplevros
|Beta Code=polu/pleuros
|Beta Code=polu/pleuros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[many-sided]], Plu.2.966e, <span class="bibl">Plot.6</span>. <span class="bibl">3.14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">-πλευρον, τό,</b> = [[ἀρνόγλωσσον]], Dsc.2.126 (v.l. [[πολύνευρον]]).</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[many-sided]], Plu.2.966e, <span class="bibl">Plot.6</span>. <span class="bibl">3.14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">-πλευρον, τό,</b> = [[ἀρνόγλωσσον]], Dsc.2.126 ([[varia lectio|v.l.]] [[πολύνευρον]]).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:50, 11 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπλευρος Medium diacritics: πολύπλευρος Low diacritics: πολύπλευρος Capitals: ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: polýpleuros Transliteration B: polypleuros Transliteration C: polyplevros Beta Code: polu/pleuros

English (LSJ)

ον, A many-sided, Plu.2.966e, Plot.6. 3.14. 2 -πλευρον, τό, = ἀρνόγλωσσον, Dsc.2.126 (v.l. πολύνευρον).

German (Pape)

[Seite 668] vielseitig, Plut. de sol. anim. 10.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπλευρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς πλευράς, Πλούτ. 2. 966Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à plusieurs côtés.
Étymologie: πολύς, πλευρά.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύπλευρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο σχήμα»)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο ζήτημα» β. «πολύπλευρη προσφορά»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύπλευρον
το φυτό αρνόγλωσσον.
επίρρ...
πολύπλευρα Ν
από πολλές πλευρές, από πολλές απόψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό-πλευρος].

Russian (Dvoretsky)

πολύπλευρος: многосторонний, многогранный (ἔργον Plut.).